- τροπίδιον
- τὸ, Α [τρόπις, -ιδος)1. υποκορ. τού τρόπις*2. στον πληθ. τὰ τροπίδια(κατά τον Φώτ.) «τὰ εἰς τρόπον νεὼς εὐθετοῡντα ξύλαμεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινὸς καὶ ἀρχῆς πράγματοςκαὶ ὁ τόπος ἐφ' οὗ τίθεται ἡ τρόπις».
Dictionary of Greek. 2013.